- τριτάρης
- ο, Νο καλλιεργητής που παίρνει από τον ιδιοκτήτη τού κτήματος το ένα τρίτο τού εισοδήματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + κατάλ. -άρης (πρβλ. πρωτ-άρης)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τριτάρικος — η, ο, Ν [τριτάρης] 1. (για κτήμα) αυτός που καλλιεργείται από τριτάρη («πήρε το αμπέλι του τριτάρικο») 2. (για εισόδημα) αυτός που μοιράζεται σε τρία μέρη, δύο για τον ιδιοκτήτη και ένα για τον καλλιεργητή 3. (για καρπό) αυτός που συγκομίζεται… … Dictionary of Greek